Ἀριστόβουλος

Ἀριστόβουλος
Ἀριστόβουλος, ου, ὁ (common name: SIG and OGI, index; Preisigke, Namenbuch; s. Denis 18d, p. 217ff; Joseph.) Aristobulus; οἱ ἐκ τῶν Ἀριστοβούλου those who belong to (the household of) A. Ro 16:10.—PFeine, Die Abfassung d. Phil. in Ephesus 1916, 128–30.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀριστόβουλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστόβουλος — best in counsel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστόβουλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κασσανδρεύς (4ος 3ος αι. π.Χ.). Ιστορικός, αρχιτέκτονας και γεωγράφος. Καταγόταν από τη Χαλκιδική. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σε πολύ μεγάλη ηλικία έγραψε ιστορία της εκστρατείας,… …   Dictionary of Greek

  • Μάνεσης, Αριστόβουλος — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1922 – Αθήνα 2000). Συνταγματολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύτηκε στο δημόσιο δίκαιο στα πανεπιστήμια του Παρισιού και… …   Dictionary of Greek

  • ἀριστοβούλων — ἀριστόβουλος best in counsel fem gen pl ἀριστόβουλος best in counsel masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστόβουλον — ἀριστόβουλος best in counsel masc acc sg ἀριστόβουλος best in counsel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοβούλη — ἀριστόβουλος best in counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοβούλην — ἀριστόβουλος best in counsel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοβούλης — ἀριστόβουλος best in counsel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοβούλου — Ἀριστόβουλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοβούλου — ἀριστόβουλος best in counsel masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”